Την Τετάρτη 22/1/20 επισκεφθήκαμε το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού όπου παρακολουθήσαμε την θεατρική παράσταση ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ (του Κάρολου Ντίκενς).

Πρόκειται για μία υπερπαραγωγή για μικρούς και μεγάλους με την οξυδερκή και φρέσκια σκηνοθετική ματιά της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, πλούσια κοστούμια και σκηνικά από τη Μαρία Φιλίππου, πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Οικονόμου και χορογραφίες από τη Χριστίνα Φωτεινάκη.Ο Όλιβερ Τουίστ είναι ο ήρωας-σύμβολο που καταφέρνει να διατηρήσει την καλοσύνη και την ηθική του μέσα σε ένα ζοφερό και άδικο κόσμο. Ο Ντίκενς, μέσα από αυτό το έργο, στηλιτεύει τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στην εποχή του στην Αγγλία, όπου η ανθρώπινη ζωή έχει μικρή αξία και οι πολλοί ζουν σε απόλυτη φτώχεια, σε μία κοινωνία μεγάλων αντιθέσεων. Το έργο είναι επίκαιρο και στις μέρες μας, όπου παιδιά ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και στερούνται βασικών αναγκών. Ο Ντίκενς καταλήγει με μία νότα ελπίδας και αισιοδοξίας, υποστηρίζοντας πως το καλό μπορεί να θριαμβεύσει και πως η αθωότητα, η αλήθεια και η αγνότητα, αρετές που ανάγονται στην ουσία της παιδικότητας, μπορούν να διασωθούν ακόμα και μέσα σε ένα περιβάλλον ανέχειας και κοινωνικών ανισοτήτων.

Λίγα λόγια για το έργο

-Τι είπες! Έκανε μην μπορώντας να πιστέψει στα αυτιά του.
-Σας παρακαλώ κύριε, επανέλαβε ο Όλιβερ, θέλω λίγο ακόμα φαγητό. Πεινάω!

Μεταφερόμαστε στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Ο Όλιβερ Τουίστ γεννιέται σε ένα φτωχοκομείο της αγγλικής επαρχίας, ενώ η μητέρα του πεθαίνει στη γέννα. Το βρέφος καταλήγει σε ένα ορφανοτροφείο. Εκεί, ο παιδονόμος αναλαμβάνει να του δώσει ένα όνομα, που το διαλέγει για κάθε ορφανό με αλφαβητική σειρά. Ο Όλιβερ είναι ένα παιδί χλωμό και αδύνατο, πάντα δειλό και τρομαγμένο. Μια μέρα διαπράττει το «τρομερό αμάρτημα» να ζητήσει λίγο παραπάνω φαγητό. Ο διευθυντής του ιδρύματος κ. Μπαμπλ εξαγριώνεται με το θρασύ αίτημά του, τον τιμωρεί με απομόνωση και έπειτα με διωγμό από το ορφανοτροφείο. Ο Όλιβερ, χωρίς πλέον στέγη και μόνος, πιάνει δουλειά στον κύριο που τον «πούλησε» ο κ. Μπαμπλ. Η αμοιβή του είναι ένα πολύ μικρό πιάτο φαγητό και ένας ύπνος σε μια γωνιά, στη βρώμικη σοφίτα του σπιτιού. Μην αντέχοντας άλλο να ζει κάτω από αυτές τις άθλιες συνθήκες, αποφασίζει να δραπετεύσει, περπατώντας μέχρι το Λονδίνο. Εκεί, η ευκαιρία για ένα νέο σπιτικό θα δοθεί στον μικρό Όλιβερ από μια συμμορία πορτοφολάδων. Στο νέο του σπίτι, θα γνωρίσει τον αρχηγό της συμμορίας (Φάγκιν), τον κακοποιό Μπίλ Σάικς, την εκρηκτική Νάνσυ και τον πονηρό Ατσίδα. Η ελπίδα όμως απλώνει το χέρι στον Όλιβερ και φέρνει στο διάβα του την κυρία Μπέντγουικ και τον κύριο Μπράουνλοου, δύο υπέροχους ανθρώπους, που παρά τις δυσκολίες της ζωής έχουν καταφέρει να κρατήσουν αλώβητη την ανθρωπιά τους. Ο Όλιβερ ακροβατεί ανάμεσα σε δύο κόσμους που κλονίζουν την παιδικότητα του και την ηθική του ακεραιότητα. Μια πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο φως και στο σκοτάδι, ξεκινάει.